Friday, June 17, 2011

Μεγάλες προσδοκίες


Αν δεν συμβαίνει τιποτα πώς να γράψεις; Και τι να γράψεις; Και δεν θέλω να επαναλλαμβάνομαι.  Είπαμε για τις σαύρες πέρυσι, είπαμε για τις φυλές της παραλίας, φέτος τι;;; Φέτος και με το ζαργανόσπιτο σφίξανε οι κώλοι και οι διακοπές θα γίνουν κοινόχρηστα και ΔΕΗ. 
Γι αυτό είπα κι εγώ να βάλω μπρος κι έξω όχι μόνο τις προσωπικές μου ιστορίες που με καταδιώκουν, αλλά και τις ιστορίες των φίλων μου.  Πάντα σε πρώτο πρόσωπο.  Κι ας ελπίσουμε ότι αν τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω βάλω λίγο μυαλό και δεν ξανακάνω τις ίδιες μαλακίες.  Κι έτσι ξεκινάω με «τις μεγάλες προσδοκίες». 
Δεν ξέρω για σένα, αλλά εμένα οι προσδοκίες μου πάντα είναι μεγάλες.  Μακάρι να ήταν μικρές.  Όλο λέω να το δουλέψω το θέμα, και να κρατάω μικρό καλαθι, αλλά όπως και να το κάνουμε το μεγάλο καλάθι έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.  Στο μεγάλο καλάθι θα βάλεις εκτός από κεράσια, καρπούζια, πεπόνια και όλων των λογιών τα πράγματα.  Στο μικρό τι να βάλεις; Λίγα κεράσια κι έξω από την πόρτα… στο τέλος βέβαια συνειδιτοποιείς ότι όλα τα φρούτα εκεί ήταν πλαστικά και μόνο για μόστρα, και καταλήγεις να τρως το καλαθι.  Αν είσαι νηστικός τι θα κάνεις;;
Έτσι κι εγώ.  Όταν ήμουν μικρούλα ήμουν κι εγώ ερωτευμένη μ’ ένα αγόρι.  Μ’ ένα αγόρι που δεν μ’ εβλεπε.  Κι όσο δεν μ’ εβλεπε τόσο εγώ τον ακολουθούσα σαν τον κολαούζο – ναι από μικρή το είχα αυτό.  Mini Stalker.  Πέρασαν τα χρόνια και το ξαναβρήκα αυτό το αγόρι.  Το FB εννοείται πως μας βοήθησε να βρεθούμε.  Τουλάχιστον διαδικτύακα.  Και μιλούσαμε και ξαναμιλούσαμε στην αρχή.  Και μετά ήρθαν οι μέλισσες.  Και το γραπτό Cyber Sex μαζι.  Τι σου κάνω μάνα μου και θα σου δείξω και θα σου μπήξω. Και είναι ωραία να έχεις έναν διαδικτυακό γκόμενο, ιδιαίτερα αν δεν έχεις έναν κανονικό με σάρκα και ωστά.  Αρκεί να μην γίνει πραγματικότητα.  Γιατί αν γίνει πραγματικότητα θα δεις πως τελικά «δεν υπάρχουν λεφτά».  Έτσι που λες κι εγώ.  Μετά από δύο χρόνια λοιπόν ατελείωτων ωρών διαδικτυακού σεξ κι αφού είχα εξαντλήσει όλο μου το ταλέντο το έψησα το γκομενάκι και γίνικεν η ώρα.  Η ώρα του live sex. 
Και βγήκαμε.  Και ναι,  υπήρχε η απαραίτητη αμηχανία στην αρχή αλλά πέρασε η ώρα.  Τρεις ώρες μου μιλούσε.  Ό,τι δεν μου είπε τα τελευταία χρόνια μου τα είπε εκείνο το βράδυ.  Και τι να κάνω κι εγώ; Απαντούσα και συμμετείχα στην κουβέντα.  Άντε βρε πουλάκι μου, κάνε την κινησή σου, βούτα με.   Δύο χρόνια προκαταρκτικά, τώρα σε πιάσανε οι ντροπές; 
Και νταρανταντα!!! Ναι με βούτηξε.  Όινγκ.  Εμ, τι ειν’ τούτο;; Απαπαπαπαπα! Που είναι παιδί μου το πάθος σου; Έκατσε πάνω στο πληκτρολόγιο; Κι αυτό το φιλί τι είναι; Πόσο χρονών είσαι; 12;;  Κάποιος εκει πάνω με κοροϊδεύει δεν είναι δυνατόν.  Ας πάμε παρακάτω.  Δεν ξέρεις ποτέ μπορεί να είναι και καλύτερα.  Άντε γιατί έχει καιρό να μπει και το πλοίο στο λιμάνι και ασόψεται η ανάγκη.  Και κλείνω τα μάτια μου κι έρχονται μπροστά οι λέξεις από την οθόνη του υπολογιστή μου.  Θα σου κάνω αυτό, αυτό κι αυτό.  Δεν ξέρεις ποτέ, μπορεί το jingle να μην είναι καλό, αλλά η ταινία μπορεί ν’ αξίζει τον κόπο.  Έλα ζαργάνα μου,  βάλε τα δυνατά σου και μπορεί να του βγάλεις τον πορνοστάρ που κρύβει μέσα του!
7 λεπτά περάσανε.  Συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών και η ταινία μικρού (έως ελάχιστου) μήκους έλαβε τέλος.  Πλάκα μου κάνεις! Ουτε στον χωρο-χρόνο να ταξίδευα.  7 λεπτά.  Λέω κι εγώ, θα πάμε για το sequel, αλλά δεν είχε συνέχεια.  Δηλαδή δεν κατάλαβα, τώρα αυτός κατάλαβε τίποτις; Ποιο μικρό καλάθι μου λες εσύ; Σφηνάκι έπρεπε να κρατήσω…
Σκοινιά τα νεύρα μου.  Το έλεγε ο κωλόγερος στον πρώτο.  Καλύτερα αγάμητη παρά κακογαμημένη.  Το άλλο πρωί με βρήκε με τα μυαλά στα κάγκελα και με μία έντονη επιθυμία για σοκολάτα.  Πόση σοκολάτα να φαω κι εγώ; Θα πάω από ζάχαρο στο τέλος.  Τώρα που έμεινα με την μυρωδιά (και από λουκουμά τίποτα) μία είναι η λύση.  Ο πρώην.  Ξέρεις αυτός που όταν ξεκινούσε, ξεχνούσε να τελειώσει.  Χτυπάς το πρόβλημα στην ριζα.  Τηλέφωνο.  Μπορείς σήμερα; Μπορώ μπορώ.  Ξεκούνα τότε.  Αχαχούχα. 
Κι έρχεται το βράδυ.  Άλλη γλωσσο-διαρρεια από εκεί.  Όταν τους θέλεις να πούνε μια κουβέντα, τότε τους πιάνει η μούγκα.  Μπλα μπλα μπλα μπλα.  Άντε χρυσό μου παιδί, άντε ν’ ανεβάσουμε πανιά.  Άντε πάμε κρουαζιέρα! Σ’ όλα τα νησιά!!!! 
Ναι θα’ θελες.  Τι ήθελες κρουαζιέρα; Πέραμα – Παλούκια και πολύ σου πέφτει.  Άλλα 7 λεπτά.  Τουλάχιστον να ξαναπάμε το δρομολόγιο, Παλούκια – Πέραμα.  Δεν έχει λέει.  Σχόλασε.  Που είναι η κρουαζιέρα μου;;; θα βγω και θα ουρλιάξω στο Σύνταγμα! Αγανακτισμένη κι εγώ. 
Αυτό ήταν.  Δύο 24ωρα, 2 άντρες, σύνολο 14 λεπτά.  Βαθμός ικανοποίησης 0%.   Σκίζω τα διπλωματά  μου κι αρχίζω τις βαλεριάνες.  Ποτέ πια μεγάλες προσδοκίες.  Μακριά από εμάς.  Θα πάω ν’ αγοράσω ένα rabbit, κι ας μην μου λέει Χρόνια Πολλα στα γενεθλιά μου, ας μην μου φτιάχνει πρωινό, ας μην μου αλλάζει τις λάμπες κι ας μην μπορώ να τον γνωρίσω στον μπαμπά μου.  Μπορεί όμως με την κατάλληλη μπαταρία να βάλει κάτω όλους τους άλλους.  Βρε λες γι αυτό η Duracel να έχει σήμα το λαγουδάκι;;;